Η κάθε χώρα και κάθε επιστήμη έχει τους πρωτοπόρους της. Στην Αρχαιολογία, κάποιοι εξ΄αυτών ήσαν οι Heinrich Schliemann, Flinders Petrie, Leonard Woolley, Arthour Evans . Όλοι τους σχεδόν έχουν παρουσιαστεί στις σελίδες του ιστολογίου. Η επιστήμη της Αρχαιολογίας όμως είχε και εγχώριους πρωτοπόρους. Οι κατ΄ εμάς σημαντικότεροι που έδρασαν λίγες δεκαετίες μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ήσαν οι μεταξύ τους σύγχρονοι Χρήστος Τσούντας (1857-1934) και Παναγιώτης Καββαδίας (02/05/1850-20/07/1928).
Ο Χρήστος Τσούντας σε νεαρή ηλικία |
Σημαντικές μονογραφίες του Τσούντα είναι "Αι Προιστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου . Βιβλ. της εν Αθήναις Αρχ. Εταιρείας (Αθήναι 1908)" και η "Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης (Αθήναι 1928)".
Ο Παναγιώτης Καββαδίας |
Ο Καββαδίας ίδρυσε πολλά μουσεία στην ελληνική επαρχία. Στα 1915 δημιούργησε το επιστημονικό περιοδικό "Αρχαιολογικόν Δελτίον", το οποίο συνεχίζει να εκδίδεται. Ανέσκαψε στην γενέτειρά του Κεφαλλονιά, αλλά και στην Επίδαυρο. Το σημαντικότερο όμως ανασκαπτικό του έργο διεξήχθει μεταξύ 1885-1890 στην Ακρόπολη των Αθηνών, εναν χρόνο μετά τον Τσούντα. Χάρη στον Καββαδία ευρέθησαν σημαντικά γλυπτά, όπως οι Κόρες, ο Μοσχοφόρος, ο Κριτίου παις. Ο Καββαδίας οργάνωσε με αυτά την μόνιμη έκθεση του Μουσείου Ακροπόλεως, αλλά και εκείνη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Στις μονογραφίες του συμπεριλαμβάνονται η δίτομη "Προιστορική Αρχαιολογία (Αθήναι 1909)" και η επίσης δίτομη "Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης (Αθήναι 1916-1924)". Τα έργα αυτά, όπως και τα αντίστοιχα του Τσούντα, είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα, με πλούσια εικονογράφιση και ασπρόμαυρες εικόνες. Συγκρίνοντας τις δυο Ιστορίες Αρχαίας Τέχνης των Τσούντα και Καββαδία, μπορεί κανείς να βρει περισσότερες ομοιότητες πέραν της γλώσσας και της εικονογράφησης. Και τα δυο εγχειρίδια είναι σε πρώτο επίπεδο χρονολογικά δομημένα, με κεφάλαια που ξεκινούν από την προιστορική εποχή. Σε ενα δεύτερο επίπεδο, εξετάζονται τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η κεραμική, η μικροτεχνία. Είναι εκπληκτικό και συγκινητικό οτι και τα δυο πονήματα αφιερώνουν αρκετό χώρο στην μελέτη και ανάλυση των προιστορικών πολιτισμών, ειδικά του μινωικού και του μυκηναικού που ήσαν ακόμη στα σπάργανα τότε, όσον αφορά δεδομένα και ασφαλή πορίσματα. Το οτι οι δυο συγγραφείς αφιερώνουν χρόνο για να παρουσιάσουν και έργα από τις υστερότερες περιόδους (π.χ. αρχαική, κλασική, ελληνιστική εποχή) οφείλεται στο οτι στις μέρες τους δεν είχαν βρεθεί τόσα πολλά τέχνεργα όπως σήμερα, ούτε όμως η βιβλιογραφία ήταν ανεξάντλητη. Αντίθετα, στην σημερινή εποχή έχουμε πληρθώρα πληροφοριών, άρθρων, μονογραφιών, που καθιστά πολύ δύσκολη και χρονοβόρα την πλήρη και λεπτομερή καταγραφή, όσο κι αν βοηθάει η ανεπτυγμένη τεχνολογία.
Το σημαντικότερο όλων όμως είναι, οτι η χώρα έβγαλε πιονιέρους στην συγκεκριμένη επιστήμη. Οι Καββαδίας και Τσούντας υπήρξαν σύγχρονοι και ίσως και συνεργάτες, μιας και περάσαν από την Εφορία Αρχαιοτήτων, θήτευσαν στην "Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία", υπήρξαν συνάδελφοι στο ΕΚΠΑ και ο ενας συνέχισε την ανασκαφή του άλλου στην Ακρόπολη των Αθηνών. Δεν γνωρίζουμε εαν υπήρξαν φίλοι. Το οτι και δυο τους συνέγραψαν βιβλία με παρόμοιο περιεχομένο για την Ιστορια της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, αυτό, θα μπορούσε να είναι ενα αγκάθι στις σχέσεις τους, εαν υποθέσουμε οτι ο καθένας τους θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο, υποτιμούσε τους άλλους και έβρισκε προσβλητική την ύπαρξη δυο εγχειριδίων με το ίδιο θέμα. Αυτά όμως είναι ζητήματα που έχουν θέση στον κίτρινο τύπο...