Samstag, 5. März 2022

Η ΠΟΛΥΤΟΜΗ - ΑΛΛΑ ΑΝΕΠΙΚΑΙΡΗ ΠΛΕΟΝ - "ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ" (1860-1876) ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ.

  Όπως ίσως μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης από τον τίτλο, η αφορμή του σημερινού κειμένου είναι το κράμα απορίας και αγανάκτησης του γράφοντος ως προς το γιατί να υπάρχουν "την σήμερον ημέραν" οκτώ (8!) τουλάχιστον εκδοτικοί οίκοι (Νίκας, Ερμείας, Ελευθερουδάκης, Κωνσταντινίδης, Αλέξανδρος, Δημητράκος, Κάκτος (εικ. 2), National Geographic (εικ. 3) - έρευνα βασισμένη στο google search και ειδικά στα στοιχεία του politeianet.gr), οι οποίοι δημοσιεύουν το πολύτομο (οι δυο τελευταίοι εξ αυτών που αναφέρονται στην λίστα μας το βγάλανε σε 20 τόμους) έργο του "εθνικού μας ιστορικού" Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (εικ. 1). Πρόκειται για ενα έργο που πρωτοξεκίνησε το 1853 και πήρε ουσιαστική μορφή από το 1860 και μετά. Ο τελευταίος τόμος εκδόθηκε στα 1876, λίγο μετά τις ανακαλύψεις του Heinrich Schliemann δηλαδή (βλ. κείμενο Ιανουαρίου 2022 εντ.) που άνοιξαν νέους ορίζοντες στην Ιστορία. Ο πρώτος τόμος του έργου όμως (εικ. 2-3) δεν αναφέρει τίποτε για αυτά. Τουναντίον, οι μέχρι σήμερα εκδόσεις του έργου είναι απλά επανεκδόσεις του πρωτοτύπου. Αρκετοί εκ των προαναφερόμενων εκδοτικών οίκων (π.χ. οι των εικ. 2-3) έκαναν τον κόπο να "μεταφράσουν" το πρωτότυπο κείμενο από την καθαρεύουσα στην δημοτική νεοελληνική (ο γράφων έβαλε την λέξη "μεταφράσουν" σε εισαγωγικά, γιατί  δεν θεωρεί οτι η καθαρεύουσα είναι δυσνόητη), κάποιοι δε φρόντισαν για πολυτελείς εκδόσεις με σκληρόδετα εξώφυλλα, ιλλουστρασιόν χαρτί, μεγάλο μέγεθος, και εικόνες σε άσχετα κεφάλαια του έργου. Σε αυτήν την κατηγορία δυστυχώς ανήκει το έργο της εικ. 3, το οποίο και στην τηλεόραση έχει διαφημιστεί (π.χ. από τον "συμπαθή" κύριο που τώρα πλέον διατελεί υπουργός) και κατά καιρούς έχει διανεμηθεί ως προσφορά από διάφορες εφημερίδες.

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (Κωνσταντινούπολη 1815 - Αθήνα 1891)

 Τα γραφόμενα αυτά ελπίζουμε να μην παρεξηγηθούν. Ούτε υποτιμούμε, ούτε υποβιβάζουμε τον Παπαρρηγόπουλο, το έργο του και τους εκδοτικούς οίκους που το δημοσιεύουν. Οφείλουμε ωστόσο να αναφέρουμε οτι από την πρώτη έκδοση του έργου εως σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει στην επιστήμη της ιστορίας. Ειδικά οι πρώτοι τόμοι του έργου και, κυρίως ο πρώτος (εικ. 2-3) είναι πλέον παντελώς ανεπίκαιρος. Τι να το κάνεις το μεγάλο μέγεθος, το χαρτί πολυτελείας, την δημοτική γλώσσα με το μονοτονικό και τις ωραίες εικόνες, άμα το περιεχόμενο του πρώτου βιβλίου τιτλοφορείται μεν "Προιστορία/ Προιστορικοί Χρόνοι" αλλά παραπέμπει  σε μεθοδολογία και δεδομένα του 19ου αιώνα;


 Θα το εκτιμούσαμε δεόντως, εαν υπήρχε μια έκδοση του έργου αυτού, όχι μόνο με εικόνες αγαλμάτων, αγγείων και ναών δωρικού και ιωνικού ρυθμού σε άσχετα κεφάλαια, αλλά συμπληρωμένη και με χάρτες. Ειδικά όμως, με προστιθέμενα επεξηγηματικά σχόλια και νεώτερη βιβλιογραφία, κατά το παράδειγμα της Ιστορίας της Ελληνιστικής Εποχής του G. A. Droysen, η οποία εκδόθηκε σε επιμέλεια των Ρένου-Ήρκου-Στάντη Αποστολίδη. Η εν λόγω έκδοση μπορεί να χρησιμεύσει ως πυξίδα πλοήγησης και παράδειγμα για το πως θα πρέπει να γίνεται μια επανέκδοση ενός τόσο παλαιού επιστημονικού/ιστορικού έργου. Παρεπιπτόντως, το έργο του Droysen, αλλά και του Mommsen έχει επανεκδoθεί από εναν μόνο εκδοτικό οίκο στην Γερμανία και έχει μεταφραστεί από επίσης εναν εκδοτικό οίκο στην Αγγλία. Το ίδiο ισχύει και στην περίπτωση του έργου του Gibbon. Με επεξηγηματικά σχόλια και βιβλιογραφία θα είχε νόημα η ύπαρξη του πρώτου τόμου του Παπαρρηγόπουλου. Δυστυχώς με τους ισχύοντες κανόνες αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Ο πρώτος τόμος ακόμα και της πολυτελέστερης έκδοσης που έχουμε υπόψιν μας (εικ. 3) δεν αναφέρει τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις που έλαβαν χώρα μετά το τέλος της πρώτης έκδοσης (1876), ούτε την εύρεση νέων γραπτών πηγών (π.χ. επιγραφές, αρχαίοι συγγραφείς) που συνετέλεσαν στην αναθεώρηση πολλών συμπερασμάτων και φαινομένων. Παραμένει πιστός στο αρχικό κείμενο, το οποίο βασίζεται στην μυθολογία και σε δεδομένα που ισχύαν την εποχή του συγγραφέα. Και για αυτό δεν έχει δυστυχώς καμία πλέον χρησιμότητα στην σύχρονη ιστορική επιστήμη, πέραν των πλαισίων μιας "History of Research/ Forschungsgeschichte" και μιας ιστοριοδιφικής ματιάς. Μπορεί επίσης να μπερδέψει περισσότερο τον αγνό αναγνώστη που δεν έχει την εμπειρία της ιστορικής μεθόδου και έρευνας, εκείνου που έχει μείνει στις γνώσεις ιστορίας που του παρείχαν τα σχολικά εγχειρίδια.


Donnerstag, 10. Februar 2022

ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΙΟΝΙΕΡΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ.

 Η κάθε χώρα και κάθε επιστήμη έχει τους πρωτοπόρους της. Στην Αρχαιολογία, κάποιοι εξ΄αυτών ήσαν οι Heinrich Schliemann, Flinders Petrie, Leonard Woolley, Arthour Evans . Όλοι τους σχεδόν έχουν παρουσιαστεί στις σελίδες του ιστολογίου. Η επιστήμη της Αρχαιολογίας όμως είχε και εγχώριους πρωτοπόρους. Οι κατ΄ εμάς σημαντικότεροι που έδρασαν λίγες δεκαετίες μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ήσαν οι μεταξύ τους σύγχρονοι Χρήστος Τσούντας (1857-1934) και Παναγιώτης Καββαδίας (02/05/1850-20/07/1928).

Ο Χρήστος Τσούντας σε νεαρή ηλικία

 Ο Θρακιώτης Χρήστος Τσούντας (ο τόπος γέννησής του ανήκει σήμερα στο βουλγαρικό κράτος) σπούδασε αρχαιολογία και φιλολογία σε Μόναχο και Ιένα. Από την Ιένα παρέλαβε στα 1880 το διδακτορικό του. Την ίδια χρονιά διορίστηκε Γενικός ¨Εφορος Αρχαιοτήτων. Μεταξύ 1904-1924 δίδαξε Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ. Εκεί υπήρξε δάσκαλος πολλών μετέπειτα φημισμένων αρχαιολόγων, όπως των Χρήστου και Σέμνης Καρούζου, Σπυρίδωνος Μαρινάτου, Γεώργιου Μυλωνά κ.α. Μεταξύ 1926-1927 δίδαξε στο ΑΠΘ.

Ο Χρήστος Τσούντας σε προχωρημένη ηλικία

 Το ανασκαπτικό του έργο υπήρξε πλουσιώτατο. Ανέσκαψε στην βοιωτική Τανάγρα το 1877 και στην Ακρόπολη των Αθηνών το 1884. Τα έτη 1880-1891 διεξήγε ανασκαφές στην Λακωνία (Βαφειό, Αμύκλες) και κατά τα έτη 1886-1910 στην Αργολίδα (Μυκήνες, Τίρυνθα). Οι σημαντικότερες όμως έρευνές του πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1889-1890 στις Κυκλάδες (ανακάλυψη νεκροπόλεων Σίφνου, Πάρου, Αντίπαρου, Αμοργού, Σύρου) και στα 1889-1903 στην Θεσσαλία (ανακάλυψη νεολιθικών οικισμών Σέσκλου και Διμηνίου). Ναι μεν ανακάλυψε ο Τσούντας σημαντικές θέσεις, όπως το Βαφειό και τις Αμύκλες, που θα δίναν έναυσμα στις επόμενες γενιές αρχαιολόγων - κάποιες εκ των οποίων μαθήτευσαν δίπλα του (π.χ. ο προαναφερόμενος Σ. Μαρινάτος που συνέχισε όντως το έργο του δασκάλου του στην Μεσσηνία) -, ναι μεν έβαλε μια τάξη στις ανασκαφές των Μυκηνών και Τίρυνθας, τις οποίες είχε ξεκινήσει ο Σλήμαν. Εργαζόμενος όμως υπό αντίξοες συνθήκες στα Κυκλαδονήσια (τον 19ο αιώνα οι Κυκλάδες δεν ήσαν ο τουριστικός παράδεισος που ξέρουμε σήμερα, καθώς τα ταξίδια με τα πλοία της εποχής ήσαν χρονοβόρα και διόλου εύκολα. Οι συνθήκες διαβίωσης στα νησιά ήσαν επίσης δύσκολες, με έλειψη βασικών αγαθών και πρώτων υλών, όπως το πόσιμο νερό) ανακάλυψε μια ιδιαίτερη πολιτισμική εξέλιξη εκεί, η οποία άκμασε ειδικά κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (περίπου 2900-2000 π. Χ.) και έγινε αντιληπτή δια των εθίμων ταφής, των κεραμικών αγγείων, καθώς και των μαρμάρινων ειδώλων, που θα συνέχιζαν να ανακαλύπτονται κατά τις επόμενες δεκαετίες. Ο Τσούντας πρώτος μίλησε και έγραψε περί ενιαίου πολιτιστικού ορίζοντα στα νησιά αυτά, τον οποίο ονόμασε "Κυκλαδικό πολιτισμό" - όρος που έμεινε στην βιβλιογραφία. Οι δε ανασκαφές του σε Διμήνι και Σέσκλο πιστοποίησαν την ύπαρξη Νεολιθικής Εποχής (7000-3000 π. Χ. περίπου) στην Θεσσαλία ειδικά και στην ηπειρωτική Ελλάδα ειδικώτερα. Τα επόμενα χρόνια, κι άλλοι αρχαιολόγοι θα έβρισκαν αποδείξεις ύπαρξης νεολιθικών στρωμάτων σε διάφορες περιοχές της χώρας. Την διερεύνηση της Νεολιθικής στην Θεσσαλία θα επωμιστούν στον 20ο αι. πρώτα ο Δημήτριος Θεοχάρης και στην συνέχεια ο Γιώργος Χουρμουζιάδης.

Σημαντικές μονογραφίες του Τσούντα είναι "Αι Προιστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου . Βιβλ. της εν Αθήναις Αρχ. Εταιρείας (Αθήναι 1908)" και η "Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης (Αθήναι 1928)".

Ο Παναγιώτης Καββαδίας

 Ο σύγχρονος του Τσούντα, Παναγιώτης Καββαδίας, κατάγεται από την Κεφαλλονιά, όπως (μάλλον συμπτωματικά) και οι μαθητές του Νικόλαος Πλάτων και Σπυρίδων Μαρινάτος. Ο Καββαδίας σπούδασε σε Αθήνα (ΕΠΚΑ) και Μόναχο. Στα 1879 διορίστηκε Έφορος Κυκλάδων και Ευβοίας, μεταξύ 1885-1909 υπήρξε Αναπληρωτής Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων, μέλος της "εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας" (όπως και ο Τσούντας), διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων, το οποίο τότε υπαγόταν στο Υπουργείο Παιδείας. Τα έτη 1904-1922 δίδαξε Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ, όπως και ο Τσούντας.

 Ο Καββαδίας ίδρυσε πολλά μουσεία στην ελληνική επαρχία. Στα 1915 δημιούργησε το επιστημονικό περιοδικό "Αρχαιολογικόν Δελτίον", το οποίο συνεχίζει να εκδίδεται. Ανέσκαψε στην γενέτειρά του Κεφαλλονιά, αλλά και στην Επίδαυρο. Το σημαντικότερο όμως ανασκαπτικό του έργο διεξήχθει μεταξύ 1885-1890 στην Ακρόπολη των Αθηνών, εναν χρόνο μετά τον Τσούντα. Χάρη στον Καββαδία ευρέθησαν σημαντικά γλυπτά, όπως οι Κόρες, ο Μοσχοφόρος, ο Κριτίου παις. Ο Καββαδίας οργάνωσε με αυτά την μόνιμη έκθεση του Μουσείου Ακροπόλεως, αλλά και εκείνη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

 Στις μονογραφίες του συμπεριλαμβάνονται η δίτομη "Προιστορική Αρχαιολογία (Αθήναι 1909)" και η επίσης δίτομη "Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης (Αθήναι 1916-1924)". Τα έργα αυτά, όπως και τα αντίστοιχα του Τσούντα, είναι γραμμένα σε καθαρεύουσα, με πλούσια εικονογράφιση και ασπρόμαυρες εικόνες. Συγκρίνοντας τις δυο Ιστορίες Αρχαίας Τέχνης των Τσούντα και Καββαδία, μπορεί κανείς να βρει περισσότερες ομοιότητες πέραν της γλώσσας και της εικονογράφησης. Και τα δυο εγχειρίδια είναι σε πρώτο επίπεδο χρονολογικά δομημένα, με κεφάλαια που ξεκινούν από την προιστορική εποχή. Σε ενα δεύτερο επίπεδο, εξετάζονται τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η κεραμική, η μικροτεχνία. Είναι εκπληκτικό και συγκινητικό οτι και τα δυο πονήματα αφιερώνουν αρκετό χώρο στην μελέτη και ανάλυση των προιστορικών πολιτισμών, ειδικά του μινωικού και του μυκηναικού που ήσαν ακόμη στα σπάργανα τότε, όσον αφορά δεδομένα και ασφαλή πορίσματα. Το οτι οι δυο συγγραφείς αφιερώνουν χρόνο για να παρουσιάσουν και έργα από τις υστερότερες περιόδους (π.χ. αρχαική, κλασική, ελληνιστική εποχή) οφείλεται στο οτι στις μέρες τους δεν είχαν βρεθεί τόσα πολλά τέχνεργα όπως σήμερα, ούτε όμως η βιβλιογραφία ήταν ανεξάντλητη. Αντίθετα, στην σημερινή εποχή έχουμε πληρθώρα πληροφοριών, άρθρων, μονογραφιών, που καθιστά πολύ δύσκολη και χρονοβόρα την πλήρη και λεπτομερή καταγραφή, όσο κι αν βοηθάει η ανεπτυγμένη τεχνολογία.

 Το σημαντικότερο όλων όμως είναι, οτι η χώρα έβγαλε πιονιέρους στην συγκεκριμένη επιστήμη. Οι Καββαδίας και Τσούντας υπήρξαν σύγχρονοι και ίσως και συνεργάτες, μιας και περάσαν από την Εφορία Αρχαιοτήτων, θήτευσαν στην "Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία", υπήρξαν συνάδελφοι στο ΕΚΠΑ και ο ενας συνέχισε την ανασκαφή του άλλου στην Ακρόπολη των Αθηνών. Δεν γνωρίζουμε εαν υπήρξαν φίλοι. Το οτι και δυο τους συνέγραψαν βιβλία με παρόμοιο περιεχομένο για την Ιστορια της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, αυτό, θα μπορούσε να είναι ενα αγκάθι στις σχέσεις τους, εαν υποθέσουμε οτι ο καθένας τους θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο, υποτιμούσε τους άλλους και έβρισκε προσβλητική την ύπαρξη δυο εγχειριδίων με το ίδιο θέμα. Αυτά όμως είναι ζητήματα που έχουν θέση στον κίτρινο τύπο...


Mittwoch, 19. Januar 2022

Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΜΙΝΩΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ.

 Στις 8 Γενάρη συμπληρώθηκαν 113 χρόνια από την γέννηση του Νικολάου Πλάτωνος. Πρόκειται για εναν εκ τους σημαντικότερους Έλληνες αρχαιολόγους, το έργο του οποίου κατά την γνώμη μας δεν έχει τύχει της προσοχής, μελέτης και σεβασμού που του αρμόζει. Θα εξηγήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω γιατί και πως.

Ο Νικόλαος Πλάτων (εικ. 1) γεννήθηκε στις 8 Γενάρη 1909 στην Κεφαλλονιά και απεβίωσε στις 28 Μάρτη 1992 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία σε Αθήνα και Παρίσι. Στα 1939 διορίστηκε διευθυντής του αρχαιολογικού μουσείου Ηρακλείου και έφορος αρχαιοτήτων ανατολικής Κρήτης. Μεταξύ 1945 και 1962 έγινε γενικός έφορος αρχαιοτήτων Κρήτης. Συνάμα, μεταξύ 1960-1962 ανέλαβε διευθυντής της αρχαιολογικής περιφέρειας Αθηνών και μουσείου Ακροπόλεως και στα 1962 τοποθετήθηκε στην Εφορία Βοιωτίας ως προιστάμενος της. Μεταξύ 1965 και 1974 δίδαξε προιστορική αρχαιολογία στο ΑΠΘ και από το 1974 μέχρι την συνταξιοδότησή του μεταπήδησε ως καθηγητής στο νεοσύστατο πανεπιστήμιο Ρεθύμνης.

Εικ. 1: Νικόλαος Πλάτων (Κεφαλλονιά, 08.01.1909 - Αθήνα, 28.03.1992)

 Κατά την διάρκεια του Β΄ ΠΠ, ο Πλάτων, συχνά με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής, διέσωσε εκθέματα του μουσείου Ηρακλείου και προσπάθησε, πολλές φορές με επιτυχία, να εμποδίσει καταστροφές και λεηλασίες αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών χώρων της Κρήτης από τους Γερμανούς κατακτητές.

Εκ. 2: Άποψη του μινωικού ανακτόρου της Ζάκρου (ανατ. Κρήτη)

 

Εικ. 3: Κάτοψη του μινωικού ανακτόρου της Ζάκρου (ανατ. Κρήτη)

 Ο Πλάτων επέτυχε να ανακαλύψει και να ανασκάψει το 4ο μινωικό ανάκτορο της Κρήτης στα 1961. Το ανάκτορο αυτό, μικρότερο σε μέγεθος από τα αντίστοιχα σε Κνωσό, Φαιστό και Μάλια, βρίσκεται στην ανατολική Κρήτη, στην θέση Κάτω Ζάκρος (εικ. 2). Διαθέτει δε παρόμοια αρχιτεκτονικά γνωρίσματα με τα προαναφερόμενα ανάκτορα, δηλαδή εναν ανοιχτό, κεντρικό χώρο, μια αυλή, περιμετρικά της οποίας είναι κατασκευασμένα διάφορα δωμάτια, μεγάλα και μικρά. Κάποια εξ΄ αυτών ήσαν αποθηκευτικοί χώροι, κάποια άλλα ήσαν αρχειοθήκες, μιας και εκεί βρεθήκαν και πινακίδες (εικ. 3). Πολυάριθμα αγγεία και σφραγιδόλιθοι, συχνότατα από πολύτιμα υλικά, ευρέθησαν στην Ζάκρο. Τα ευρήματα πιστοποιούν τις εμπορικές σχέσεις και ανταλλάγες προιόντων μεταξύ της Ζάκρου, των υπολοίπων ανακτόρων της Κρήτης, αλλά και τις επαφές με άλλες χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Οι ανασκαφές στην Ζάκρο συνεχίζονται υπό την εποπτεία του Ελευθέριου Πλάτωνος, γιού του Νικόλαου και καθηγητού μινωικής αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ.

Η κορυφαία όμως συνεισφορά του Πλάτωνος στην επιστήμη, δεν ήταν μόνο η ανακάλυψη ακόμα ενος ανακτόρου, αλλά κάτι μεγαλύτερο και ουσιώδες:

Εικ. 4: Χρονολόγηση μινωικής Κρήτης

 Σε συνέδριο που διεξήχθει στο Αμβούργο της Γερμανίας στα 1958, ο Πλάτων πρότεινε, μετά από ενδελεχή μελέτη και παρατήρηση, την θέσπιση ενός νέου μοντέλου σχετικής χρονολόγησης της μινωικής Κρήτης. Το μοντέλο του Πλάτωνος βασιζόταν στην στρωματογραφία και στις διαφορετικές φάσεις οικοδόμισης και αρχιτεκτονικής εξέλιξης των μινωικών ανακτόρων που είχε ερευνήσει συστηματικά (εικ. 4). Η μέχρι τότε χρησιμοποιηθείσα μέθοδος ήταν εκείνη του Άρθουρ Έβανς, η οποία στηριζόταν στην κεραμική τυπολογία. Η μέθοδος χρονολόγησης του Πλάτωνος έγινε αποδεκτή και χρησιμοποιείται κατά κόρον, μαζί με την χρονολόγηση του Έβανς. 

Αυτήν του την συνεισφορά στην επιστήμη, την θεωρούμε ισάξια με τις θεωρίες, τους νόμους και τα αξιώματα που έχουν καθιερωθεί και διέπουν τις θεωρητικές επιστήμες (π. χ. την Φυσική). Τολμούμε δε να πούμε οτι το σύστημα χρονολόγησης του Πλάτωνος σημαίνει για την μινωική αρχαιολογία οτι σημαίνει το τέστ Παπ για την ιατρική! Και θλιβόμαστε που δεν έχει τύχει της αναγνώρισης που του αρμόζει. Και φυσικά είναι μεγάλη τιμή που ένας Έλληνας αρχαιολόγος κατόρθωσε να δημιουργήσει ενα θεωρητικό μοντέλο (αυτά συνήθως συμβαίνουν στον αγγλοσαξωνικό χώρο) το οποίο είναι έγκυρο και αποδεκτό από όλους. Κάτι τέτοιο, που ανοίγει δρόμους στην επιστήμη, μπορεί να είναι πολύ πιο σημαντικό από ανασκαφές, ευρήματα και όλο το χρυσάφι των Μυκηνών, του τάφου του Τουταγχαμών και των τάφων της Βεργίνας!


Donnerstag, 6. Januar 2022

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΛΗΜΑΝ.

 Σαν σήμερα 6 Ιανουαρίου, πριν από 200 χρόνια, γεννήθηκε ο Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), 4ο από 5 παιδιά ενός πάστορα, στο Neubukaw (Mecklenburg-Schwerin). Αφού δούλεψε σε Αμβούγο και Ολλανδία, ταξίδεψε σε Αμερική και Ρωσία. Μεταξύ 1841 και 1864 δραστηριοποιήθηκε ως έμπορος στην Ρωσία, όπου και παντρεύτηκε. Κατά την διάρκεια του Κριμαικού πολέμου (1853-1856) απέκτησε εμπορικά μονοπώλια σε εξαιρετικά σπάνια και ακριβά προιόντα για λογαριασμό της Ρωσίας, κάτι που τον έκανε εκατομμυριούχο. Η φιλοδοξια του όμως δεν ήταν να συνεχίσει να εργάζεται ως έμπορος. Μια θεωρία αναφέρει οτι όταν ήταν παιδί, έλαβε ως δώρο ενα βιβλίο για την αρχαία ελληνική μυθολογία. Σε εκείνο είδε μια εικόνα της φλεγόμενης Τροίας και εξέφρασε την επιθυμία να ανακαλύψει κάποτε την πόλη αυτή. Μια άλλη θεωρία αναφέρει οτι ως παιδί άκουσε κάποτε εναν μεθυσμένο ναύτη να απαγγέλει στίχους από τα ομηρικά έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Γοητεύτηκε τόσο, που ξόδεψε το χαρτζιλίκι του για να πλήρωσει περισσότερη μπύρα τον ναύτη, ώστε εκείνος να συνεχίσει να απαγγέλει κι άλλους στίχους.


 Τα επόμενα χρόνια, ο Σλήμαν έβαλε σκοπό της ζωής του να πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο. Αφού έφτασε να γίνει οικονομικά ανεξάρτητος, παρακολούθησε από τα 1866 μαθήματα αρχαιολογίας στην Σορβόννη. Στα 1869 έλαβε εν απουσία του το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Rostock για την εργασία του πάνω στην Ιθάκη, την Τροία και τις Μυκήνες - τους τόπους αυτούς τους είχε επισκεφτεί την προηγούμενη χρονιά. Ο Σλήμαν πίστευε οτι οι πόλεις και οι ανθρώποι που αναφέρονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια υπήρξαν πραγματικά. Και τουλάχιστον τις πόλεις σκόπευε να τις ανακαλύψει. Γνώριζε άλλωστε περί τις 20 γλώσσες και ως αυτοδίδακτος που ήταν, μάθαινε κι άλλες. Χώρισε την Ρωσίδα σύζυγό του και επέλεξε να παντρευτεί δια συνοικεσίου Ελληνίδα. Την δεύτερη σύζυγο, την Σοφία Εγγαστρωμένου, την επέλεξε δια φωτογραφίας και μετά από αρκετές υποψήφιες. Η Σοφία ανταποκρινόταν στα πρότυπα γυναικός που φανταζόταν ο Σλήμαν: προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια, ήταν μορφωμένη, νέα σαν την Ναυσικά, όμορφη σαν την Ελένη, πιστή και τίμια σαν την Πηνελόπη και την Ανδρομάχη, αρχοντικιά σαν την Εκάβη. Επιπλέον ήταν πρόθυμη να μοιραστεί το όραμα του Σλήμαν και να τον ακολουθήσει παντού. Ο γάμος τους τελέστηκε στα 1869. Τον επόμενο χρόνο, ο Σλήμαν ξεκίνησε την ανασκαφή του στην Τροία. Εκτός από την Τροία (1870-1873, 1878-1879, 1882-1883, 1888-1890), ανέσκαψε στις Μυκήνες (1874-1876), στην Ιθάκη (1878), στον βοιωτικό Ορχομενό (1880-1881, 1886) και στην Τίρυνθα (1884). Στην Τροία βρήκε στρωματογραφία που αποδείκνυε αλλεπάλληλλους οικισμούς, τον εναν πάνω από τον άλλον. Περί τις 9 πόλεις βρέθηκαν, από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού μέχρι την Ρωμαική περίοδο. Σε μια εξ αυτών, η οποία πλέον δεν ανταποκρίνεται στην χρονολογία του Σλήμαν, βρήκε χρυσά κοσμήματα - τον "θησαυρό του Πριάμου", όπως τον αποκάλεσε. Στις Μυκήνες απεκάλυψε τους λακκοειδείς τάφους  με πλούσια κτερίσματα (π.χ. την "μάσκα του Αγαμέμνωνα") και το ανάκτορο (μέλαθρον). Και στην Τίρυνθα ανέσκαψε το ανάκτορο. Στον Ορχομενό βρήκε τον θολωτό τάφο, τον οποίο ονόμασε "θησαυρό του Μινύα".

Ο Σλήμαν, ήδη πλούσιος λόγω των εμπορικών του δραστηριοτήτων, έγινε πλέον διάσημος σε όλον τον κόσμο για τις ανακαλύψεις του. Καλούνταν σε διαλέξεις και συνέγραφε βιβλία διαφημίζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την δουλειά του. Δώρισε στην Γερμανία ακίνητο ιδιοκτησίας του επί της οδού Φειδίου, όπου σήμερα στεγάζεται το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, ούτως ώστε οι να έχουν οι Γερμανοί επιστήμονες μια στέγη με βιβλιοθήκη για τις έρευνές τους. ¨Εμενε μόνιμα με την οικογένειά του σε ενα πολυτελές τριόροφο ανάκτορο επί της οδού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, το οποίο ονόμασε "Ιλίου Μέλαθρον", σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Έρνστ Τσίλλερ, τις εργασίες του οποίου, αλλά και τα σχέδια επέβλεψε ο ίδιος. Στο κτήριο στεγάζεται σήμερα το Νομισματικό Μουσείο. Απέκτησε δυο παιδιά με την Σοφία, τα οποία ονόμασε Ανδρομάχη και Αγαμέμνωνα. Λίγα μέτρα πιο πάνω, επί της οδού Σκουφά (Κολωνάκι), είχε το ατελιέ του ο συνεργάτης του Σλήμαν Émile Gilliéron. Ο γιός του τελευταίου θα μετέφερε το ατελιέ αργότερα στην οδό Αμερικής και θα συνεργαζόταν με τον Άρθουρ ¨Εβανς. 

 Ο Σλήμαν πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου 1890 στην Νάπολη από μόλυνση στο αυτί. Ετάφει σε μαυσωλείο, το οποίο, όπως και το Ιλίου Μέλαθρον, σχεδιάστηκε από τον ίδιο σε συνεργασία με τον Τσίλλερ και βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

 Ο Σλήμαν θεωρείται πιονέρος της ελληνικής αρχαιολογίας. Οι ανακαλύψεις του σε Τροία, Μυκήνες, Τίρυνθα, Ορχομενό απέδειξαν την ύπαρξη των πόλεων αυτών. Δεν ήταν μύθοι, υπήρξαν πραγματικά. Με το έργο του έδωσε βάθος στην ελληνική προιστορία και έθεσε τις βάσεις για την έρευνα του πολιτισμού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο οποίος συμβατικά καλείται μυκηναικός. Δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Έβανς θα ανακάλυπτε στην Κνωσό - θέση στην οποία ήθελε να ανασκάψει και ο Σλήμαν, αλλά δεν τα βρήκε στο οικονομικό κομμάτι με τον τότε ιδιοκτήτη του οικοπέδου - εναν άλλον, αρχαιότερο πολιτισμό, τον μινωικό. Δεν ήταν ωστόσο όλα ρόδινα: ο Σλήμαν είχε σκοτεινές πλευρές και έκανε και εγκληματικά λάθη στις ανασκαφές του. Τον θησαυρό του Πριάμου τον φυγάδεψε κρυφά από την Τροία, για την ανασκαφή της οποίας χρησιμοποίησε στην πρώτη καμπάνια εκρηκτικά! Με αυτόν τον τρόπο ξεσήκωσε την οργή των οθωμανικών αρχών και παραλίγο να μην συνέχιζε ποτέ τις ανασκαφές στην Τροία (ακόμα και σήμερα Τούρκοι αρχαιολόγοι είναι δυσαρεστημένοι με τον Σλήμαν). Με την συνδρομή του έμπειρου αρχιτέκτονα Wihlelm Dörpfeld αποφεύχθησαν τα χειρότερα. O Dörpfeld ήταν άλλωστε εκείνος που βελτίωσε την στρωματογραφία και προσέφερε μια ελκυστική και ευέλικτη ανασκαπτική μεθοδολογία, η οποία εξασφάλιζε μεταξύ άλλων την διατήρηση και ασφαλή χρονολόγηση των διαφόρων στρωμάτων. Ο Σλήμαν ήταν γνωστότερος (και για αυτό αποτελούσε και μαγνήτη περιπαικτικών σχολίων και ειρωνιών από ορισμένους ακαδημαικούς κύκλους) για την μέθοδό του να ανοίγει βαθιά ορύγματα ή τάφρους για να φτάσει εκεί που θέλει, καταστρέφοντας όμως ενδιάμεσα σημαντικότερα στρώματα. Στην Τροία είναι γνωστή η επονομαζόμενη "τάφρος του Σλήμαν" (Schliemann Graben). Επιχείρησε να πράξει το ίδιο και στις Μυκήνες, ευτυχώς όμως υπήρξε άμεση η παρέμβαση της τότε Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η οποία όρισε τον Παναγιώτη Σταματάκο ως επιβλέποντα της ανασκαφής. Στην Τίρυνθα πάλι, ο Σλήμαν είχε την καθοδήγηση και συμπαράσταση του ικανού Dörpfeld, οπότε και εκεί αποφεύχθηκαν τα προβλήματα. Ο Σλήμαν είχε μια εμμονή με τον Όμηρο, στο σημείο να χρονολογεί οποιοδήποτε εύρημα είχε μπροστά του βάση των ομηρικών επών. Ο θησαυρός του Πριάμου όμως, όπως και η πόλη από την οποία προήλθε (Τροία ΙΙ) είναι αρχαιότερα (Πρώιμη Εποχή Χαλκού). Η μάσκα του Αγαμέμνωνα, όπως και τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρέθηκαν στους λακκοειδείς τάφους του Ταφικού Κύκλου Α εντός του τείχους των Μυκηνών, χρονολογούνται στην Υστεροελλαδική Ι περίοδο (Πρώιμη Μυκηναική) - είναι δηλαδή επίσης αρχαιότερα από τον τρωικό πόλεμο και την εποχή που φημολογείται οτι έζησε ο Όμηρος. Ο Σλήμαν ήταν ισχυρογνώμων, απαιτητικός, εγωιστής, καταπιεστικός. Γράμματα της Σοφίας από τα πρώτα χρόνια του έγγαμου βίου της σκιαγραφούν το προφίλ μιας γυναίκας, η οποία δεν αισθανόταν ευτυχισμένη στο πλευρό του ηλικιακά μεγαλύτερού της άνδρα. Ημερολόγια αμερικανών αρχαιολόγων από τα τελευταία χρόνια του Σλήμαν στην Τροία, τον περιγράφουν ως εναν μεσόκοπο άνδρα που έφερνε διαρκώς την συζήτηση στα μέτρα του, δεν έδινε σημασία στα λεγόμενα των άλλων και διηγούνταν διαρκώς για τα δικά του κατορθώματα. 

Δεν αποκλείεται η φράση "Henry was/ is dirty" να προήλθε από τον Σλήμαν. Επρόκειτο για εναν άνθρωπο με πάθη. Κι όμως, έμελε αυτό ο φιλόδοξος άνδρας να είναι εκείνος που έδωσε βάση στους ελληνικούς μύθους, βρήκε ψίγματα ιστορκικού πυρήνα μέσα τους και ανακάλυψε έτσι πως η ελληνική αρχαιότητα είχε παρελθον. Ενα παρελθόν, το οποίο ακόμα γοητεύει και είναι πεδίο έρευνας για αρχαιολόγους, φιλολόγους, ιστορικούς δια ανασκαφών, εργαστηριακών πειραμάτων, συνεδρίων, εκθέσεων, διατριβών.